-
1 ένεση
[-ις (-εως)] η1) инъекция, вливание, впрыскивание, укол;ενδοφλεβική (ενδομυϊκή) ένεση — внутривенное (внутримышечное) вливание;
κάνω ένεση — делать укол, впрыскивать;
2) перен. воодушевление, ободрение, поддержка;χρειάζονται μερικές ενέσεις στο ηθικό του его нужно немного (морально) поддержать -
2 ένεση
[энэси] ουσ. Θ. укол, инъекция.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ένεση
-
3 ένεση
[энэси] ουσ θ укол, инъекция. -
4 ένεση
1) injection2) piqûre -
5 ένεση
1) iniekcja (f) rzecz.2) wtrysk (m) rzecz.3) zastrzyk (m) rzecz. -
6 ένεση
1) injekce2) vstříknutí3) vstřikování -
7 ένεση
injectionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ένεση
-
8 injection
ένεση -
9 piqûre
ένεση -
10 injekce
ένεση -
11 vstříknutí
ένεση -
12 vstřikování
ένεση -
13 injection
ένεση -
14 iniekcja
ένεση -
15 wtrysk
ένεση -
16 zastrzyk
ένεση -
17 укол
укол м 1) το τσίμπημα 2) мед. η ένεση; сделать \укол κάνω ένεση 3) спорт, το άγγιγμα* * *м1) το τσίμπημα2) мед. η ένεσηсде́лать уко́л — κάνω ένεση
3) спорт. το άγγιγμα -
18 inject
[in'‹ekt](to force (a liquid etc) into the body of (a person) by means of a needle and syringe: The doctor injected the antibiotic into her arm; He has to be injected twice daily with an antibiotic.) κάνω ένεση,χορηγώ με ένεση -
19 инъекция
мед. η ένεση, η έγχυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инъекция
-
20 укол
мед. η ένεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укол
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ένεση τσιμέντου — Ο όρος ένεση χρησιμοποιείται στην οικοδομική για να χαρακτηρίσει το σύνολο των εργασιών που έχουν σκοπό τη στερέωση τοίχων ή εδαφών, με την εισαγωγή με πίεση ρευστού τσιμεντοκονιάματος ή τσιμέντου σε σκόνη στο εσωτερικό της μάζας. Στην πιο απλή… … Dictionary of Greek
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
ένεση — η 1. η εισαγωγή με σύριγγα θεραπευτικού υγρού, φαρμάκου, στον οργανισμό ανθρώπου ή ζώου. 2. η συσκευή που χρησιμοποιείται γι αυτό το σκοπό, η σύριγγα. 3. το ίδιο το θεραπευτικό υγρό, το φάρμακο: Ο γιατρός του έγραψε ενέσεις για τον πυρετό. 4. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νωτιαία αναισθησία — Ένεση ενός παυσίπονου φαρμάκου στην περιοχή γύρω από τον νωτιαίο μυελό, για να μπλοκάρει την αίσθηση του πόνου στη διάρκεια της εγχείρησης … Dictionary of Greek
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… … Dictionary of Greek
ενέσιμος — η, ο(ν) [ένεση] αυτός που μπορεί να εισαχθεί με ένεση (σύρριγγα) στο σώμα … Dictionary of Greek
ενδοκοιλιακός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται στο εσωτερικό τής κοιλίας ή στο εσωτερικό κοιλίας τού εγκεφάλου ή τής καρδιάς 2. φρ. «ενδοκοιλιακή ένεση» η ένεση σε πλάγια κοιλία τού εγκεφάλου ή σε κοιλία τής καρδιάς … Dictionary of Greek
κοιλιογραφία — η 1. ακτινογραφία τών κοιλιών τού εγκεφάλου μετά από ένεση, αφού γίνει ανάτρηση τού κρανίου και παρακέντηση, σκιαγραφικής ουσίας 2. ακτινογραφία τών κοιλιών τής καρδιάς μετά από ένεση σκιαγραφικής ουσίας με καθετηριασμό τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek